-
1 πορθμεύω
A carry or ferry over a strait, river, etc., ;τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Aeschin.3.158
: then, generally, carry over, carry, ; ;γραφὰς πρὸς Ἄργος Id.IT 735
; also,π.τινὰ ἐκ γῆς S.Tr. 802
, cf. E.IT 1358; π. πόδα, ἴχνος, advance, ib. 936, 266: metaph.,εἰς δάκρυα π. ὑπομνήσει κακῶν Id.Or. 1032
; ; ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; how far dost thou carry it? ib. 1435;Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Licymn.2
; (Agath.):—[voice] Pass., to be carried or ferried over from place to place, Hdt.2.97;ἐπ' ὄχοις π. E.Tr. 569
(anap.): c.acc. loci, pass over or through,λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος Id.Andr. 1229
(anap.).II [voice] Act.intr., pass over, ;Ἀχέροντος ὕδωρ AP7.68
(Arch.);κύματα Epigr.Gr.522.1
([place name] Thessalonica);τίς ἀστὴρ ὅδε π.; E.IA6
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθμεύω
См. также в других словарях:
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek